- πωλοῦντες
- πωλέωsellpres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λινοκάρυκες — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἱ τὰ λινὰ πωλοῡντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + κάρυξ, υκος, δωρ. τ. τού κῆρυξ] … Dictionary of Greek
πωλώ — πωλῶ, έω, ΝΜΑ, και πουλώ, άω, Ν 1. προσφέρω ή εκθέτω κάτι για πώληση 2. παρέχω κάτι σε κάποιον έναντι τιμήματος («πουλάει το σπίτι του πολύ ακριβά») 3. μτφ. προδίδω, εξαπατώ (α. «αν και φίλος, δεν δίστασε να μέ πουλήσει» β. «τὰ οἴκοι πωλοῡντες»,… … Dictionary of Greek
σμαρδικοπώλαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «oἱ τοὺς στρουθοὺς πωλοῡντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < σμάρδικον + πώλης*] … Dictionary of Greek